- καπρίτσιο
- (capriccio). Όρος που απαντά στις εικαστικές τέχνες και κυρίως στη μουσική.
(Ζωγρ.) Ζωγραφικό και κυρίως χαρακτικό είδος. Άκμασε τον 17ο και τον 18ο αι. και διακρίθηκε για την ελεύθερη φαντασία και την επινοητικότητα που επιδείκνυε. Αν και οι παραστάσεις των κ. είχαν ενίοτε γκροτέσκα μορφή, το γενικό ύφος τους ήταν συνήθως ειρωνικό ή σατιρικό. Περίφημες σειρές κ. δημιούργησαν ο Ζακ Καλό, o Φραντσέσκο Γκουάρντι, ο Τζαμπατίστα Τιέπολο, ο Τζαμπατίστα Πιρανέζι και o Φρανθίσκο Γκόγια.
(Μουσ.) Ιδιόρρυθμη και ζωηρή ενόργανη (σπανίως φωνητική) μουσική σύνθεση. Mοιάζει πολύ με το σκέρτσο, χωρίς όμως προκαθορισμένη μορφική δομή. Διαδόθηκε τον 17ο αι. χάρη κυρίως στα Καπρίτσια του Φρεσκομπάλντι, που είχαν σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα. To κ. υπέστη πολλές μεταμορφώσεις: περίπου το 1650 πλησίασε τη μορφή του τραγουδιού (στην περίπτωση του Μπαχ σήμαινε γενικότερα κάθε μορφή με λυρικές εξάρσεις), ενώ τον 18ο αι. αποτελούσε ουσιαστικά ένα κομμάτι για δεξιοτέχνες (για παράδειγμα, τα Καπρίτσια έργοΙ για βιολί του Παγκανίνι). Το κ., που συναντάται πολύ συχνά σε συνθέσεις για πιάνο –από τον Κλεμέντι μέχρι τον Μπετόβεν και τον Μπραμς– έχει παρουσιάσει πολλά και ονομαστά δείγματα στη συμφωνική μουσική, όπως το Ιταλικό καπρίτσιο του Τσαϊκόφσκι, το Ισπανικόκαπρίτσιο του Ρίμσκι-Κόρσακοφ και το Βιεννέζικο καπρίτσιο του Κράισλερ.
* * *και καπρίτσο, το1. ιδιοτροπία, παραξενιά («τό έκανα για ένα καπρίτσιο»)2. μουσ. μουσική σύνθεση ζωηρού χαρακτήρα, χαλαρά δομημένη, που έχει συχνά ως βάση κάποια γνωστή μελωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capriccio < capra «κατσίκι, τρελοκάτσικο»].
Dictionary of Greek. 2013.